Τη σχέση των βακτηριδίων του εντέρου με τη θεραπεία της ψωρίαση κατά πλάκας διερεύνησε νέα επιστημονική μελέτη, με στόχο να αποδείξει την επίδραση της εντερικής μικροβιολογικής σύνθεσης στην κατάσταση των ασθενών με τη συγκεκριμένη ασθένεια, κάτι που έως τώρα είχε φανεί για ορισμένες άλλες δερματολογικές παθήσεις, όπως η ατοπική δερματίτιδα.
Tα τελευταία 5-10 χρόνια προκύπτουν ολοένα και περισσότερα δεδομένα για την επίδραση του μικροβιώματος του εντέρου σε διαφορετικές ασθένειες, όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου κ.ά. Πιο πρόσφατα ευρήματα υποδεικνύουν την επίδραση των βακτηριδίων του εντέρου και σε ορισμένες δερματολογικές ασθένειες, ωστόσο έως τώρα τα δεδομένα ήταν περιορισμένα για παθήσεις όπως η ψωρίαση, που είναι αυτοάνοση φλεγμονώδης εξελισσόμενη χρόνια νόσος του δέρματος, στην οποία εμπλέκονται τόσο γενετικοί όσο και ανοσολογικοί παράγοντες.
Η νέα μελέτη του μικροβιώματος του εντέρου και του εντεροτύπου κατέδειξε ένα συγκεκριμένο μοτίβο στους ψωριασικούς ασθενείς, που διαφέρει σαφώς από αυτό που υπάρχει στον υγιή πληθυσμό. Έτσι, οι ασθενείς με ψωρίαση φαίνεται πως έχουν λιγότερη ποικιλία εντερικών βακτηριδίων σε σχέση με τους υγιείς, έχουν περισσότερα βακτηρίδια του είδους Faecalibacterium, που συνδέονται με φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου, καθώς και μειωμένο αριθμό από το είδος Bacteroides.
Επιπλέον, ψωριασικοί ασθενείς που ταξινομούνται στον εντερότυπο 2, με βάση το είδος των βακτηριδίων του εντέρου τους, τείνουν να βιώνουν συχνότερα βακτηριακή μετατόπιση (στο αίμα τους κυκλοφορεί βακτηριακό DNA από βακτηρίδια του έντερου) και υψηλότερη φλεγμονώδη κατάσταση (71%) σε σχέση τους ασθενείς με άλλους εντεροτύπους (16% για τον εντερότυπο 1 και 21% για τον εντερότυπο 3).
Τα ευρήματα αυτά αποτελούν για τους επιστήμονες πολύτιμο οδηγό για την ανάπτυξη νέων προγνώσεων και πιο αποτελεσματικών θεραπευτικών οδών για τη θεραπεία ψωρίασης, συμπεριλαμβανομένων αντιβιοτικών, προβιοτικών και πρεβιοτικών. Παράλληλα επιβεβαιώνουν τον κομβικό ρόλο που παίζουν οι επάρκειες ή ανεπάρκειες του οργανισμού σε μικροθρεπτικά συστατικά, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη μιας ασθένειας. Αυτές ακριβώς τις επάρκειες ή ανεπάρκειες αποκαλύπτει η μεταβολομική ανάλυση, που αντιπροσωπεύει την επαναστατική προσέγγιση στην ιατρική έρευνα, μιας και εστιάζει πέρα από τα απλά μονοπάτια, στην ολιστική διερεύνηση της πολυπλοκότητας των μεταβολικών δικτύων